ραδιογραφία

ραδιογραφία
ή ραδιοακτινογραφία, ή ραδιογράφηση, η, Ν
τεχνολ. μη καταστροφική μέθοδος δοκιμασίας υλικών, βασιζόμενη στη διαφορετική απορρόφηση τών ακτίνων Χ από τα διάφορα συστατικά ενός σώματος, οργανικού ή ανόργανου, κρυσταλλικού ή όχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiograph (< λατ. radius «ακτίνα» + -γραφία*). Η λ. ραδιογραφία μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραδιογραφία — η ακτινογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ραδιογραφικός — ή, ό, Ν [ραδιογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογραφία, ακτινογραφικός 2. ραδιοτηλεγραφικός …   Dictionary of Greek

  • νετρονιογραφία — η (πυρην. φυσ.) ραδιογραφία που λαμβάνεται με τη βοήθεια δέσμης νετρονίων …   Dictionary of Greek

  • ραδιο- — Ν 1. πρόθημα που όταν τοποθετείται πριν από την ονομασία ενός χημικού στοιχείου δηλώνει ότι πρόκειται για ραδιενεργό ισότοπό του (πρβλ. ραδιοφωσφόρος, ραδιοκοβάλτιο) 2. α΄ συνθετικό που δηλώνει αναφορά ενός μεγέθους, ενός αντικειμένου ή μιας… …   Dictionary of Greek

  • ραδιογράφηση — η, Ν βλ. ραδιογραφία …   Dictionary of Greek

  • ραδιογραφώ — έω, Ν [ραδιογραφία] 1. ακτινογραφώ 2. τηλεγραφώ με ασύρματο τηλέγραφο, ραδιοτηλεγραφώ …   Dictionary of Greek

  • ραδόνιο — Ραδιενεργό στοιχείο με σύμβολο Rn· ανήκει στην ομάδα μηδέν (ομάδα των ευγενών αερίων) του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 86, ατομικό βάρος 222 και 17 ισότοπα, από τα οποία τα τρία είναι φυσικά. Οφείλει το όνομά του στο… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνες Χ — Ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες με συχνότητα πολύ μεγαλύτερη από τη συχνότητα του φωτός και, αντίστοιχα, με μήκος κύματος πολύ μικρότερο (από 10 8 εκ. μέχρι 10 11 εκ.). Τις ανακάλυψε το 1895 ο Κόνραντ Βίλχελμ Ρέντγκεν (βλ. λ.). Οι α. Χ παράγονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”